- γλυκυσίδη
- γλῠκῠσίδη [ῑ], ἡ,A peony (γ. ἄρρην, = Paeonia officinalis, γ. θήλεια, = P. corallina, Dsc.3.140), Hp.Superf.33, Mul.2.136, Pl.Com.61, Thphr.HP9.8.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλυκυσίδη — γλυκυσίδη, η (Α) το φυτό παιωνία*, πηγούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + σίδη «γένος φυτών»] … Dictionary of Greek
γλυκυσίδη — peony fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυσίδην — γλυκυσίδη peony fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυσίδης — γλυκυσίδη peony fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
μήνιον — μήνιον, τὸ (Α) η γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», λόγω τής χρησιμότητας τού φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις] … Dictionary of Greek
μηνογένειον — μηνογένειον, τὸ (Α) γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + γένειον (< γενής < γένος), πρβλ. ηρι γένειον] … Dictionary of Greek
ορόβαξ — ὀρόβαξ, ἡ, και ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
πεντόροβος — και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α 1. το φυτό γλυκυσίδη 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ՄԱՏՈՒՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0216 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. γλυκεῖα, γλυκυσιδή radix dulcis, glycyside, paeonia. ռմկ. մատիտակ, մարուխ, մարախ . Բոյս՝ յորոյ վերայ իջանէ գազպէն. եւ արմատ նորա քացր յոյժ, որ վարի ʼի պէտս դեղոց: Վստկ.: Բժշկարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)